-
1 налегке
налегке 1) (легко одетый) ελαφρά ντυμένος 2) (без багажа) χωρίς αποσκευές* * *1) ( легко одетый) ελαφρά ντυμένος2) ( без багажа) χωρίς αποσκευές -
2 налегке
налегкенареч1. (без багажа) χωρίς ἀποσκευές·2. (в легком костюме) ἐλαφρά ντυμένος. -
3 налегке
[ναλιχκιέ] επίρ. χωρίς αποσκευές -
4 налегке
[ναλιχκιέ] επίρ χωρίς αποσκευές -
5 ручной
ручн||ойприл1. τοῦ χεριοῦ, τής χειρός:\ручнойые часы τό ρολόι τοῦ χεριοῦ· \ручнойо́е полотенце ἡ πετσέτα γιά τά χέρια·2. (производимый руками) χειροποίητος:\ручнойа́я работа τό χειροτέχνημα, χειροποίητη ἐργασία· \ручнойа́я вышивка τό κέντημα, τό πλουμίδν3. (приводимый β действие руками) χειροκίνητος:\ручнойа́я мельница ὁ χειρόμυλος, ὁ χερόμυλος· \ручнойа́я швейная машина ἡ χειροκίνητη ραπτομηχανή, ἡ ραπτομηχανή τοῦ χεριοῦ-\ручнойая тележка τό χειραμάξι[ον], τό καρ-ροτσάκι· \ручнойа́я граната воен. ἡ χειροβομ-βίδα [-ίς]· \ручной тормоз τό χερόφρενο·4. (о багаже):\ручнойа́я кладь οἱ ἀποσκευές, οἱ μικροαποσκευές· \ручнойа́я корзина τό ζεμπίλι, τό καλάδι·5. (прирученный) ἐξημερωμένος, δαμασμένος, ήμερος:\ручной медведь ἡ ἐξημερωμένη ἀρκοῦδα· ◊ \ручнойа́я продажа а) (на улице) ἡ πώληση στό δρόμο, б) (в аптеке) ἡ πώληση χωρίς συνταγή· \ручнойые кандалы οἱ χειροπέδες.
См. также в других словарях:
Ανουίγ, Ζαν — (Jean Anouilh, Μπορντό 1910 – 1987). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Στις πρώτες του κωμωδίες,όπως Η Ερμίνα (1932), Ο ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές (1937) και Η άγρια (1938), που μπορούν να θεωρηθούν προοίμιο της μελλοντικής θεατρικής του… … Dictionary of Greek
Стефаниду, Смаро — Смаро Стефаниду греч. Σμάρω Στεφανίδου Род деятельности: актриса Дата рождения … Википедия
Πιτόεφ — (Pittoeff). Οικογένεια Γάλλων ηθοποιών και ανθρώπων του θεάτρου, ρωσικής καταγωγής. 1. Ζορζ (1884 – 1939). Σπούδασε νομικά το 1905 στο Παρίσι και παράλληλα έπαιζε σε ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις. Όταν γύρισε στη Ρωσία εργάστηκε στο θέατρο… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
υδρομαντεία — Η πρόβλεψη του μέλλοντος, από την εξέταση των κυματισμών, της διαφάνειας και του χρώματος του νερού. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό και αρχαιοδίφη Ουάρωα, οι Έλληνες παρέλαβαν την υ. από τους Πέρσες, την εποχή της εκστρατείας του Ξέρξη στην… … Dictionary of Greek
Ασίκης, Θάνος — (Κροκύλιο Φωκίδας 1946 –). Λογοτέχνης και ζωγράφος. Σπούδασε στη σχολή Δοξιάδη και στη σχολή δημοσιογράφων Όμηρος. Σταδιοδρόμησε ως σκηνογράφος, σχεδιαστής, μακετίστας, διακοσμητής και ζωγράφος. Έλαβε μέρος σε αρκετές ομαδικές και ατομικές… … Dictionary of Greek
Κίμωλος — I Νησί (35,71 τ. χλμ., 769 κάτ.) των Κυκλάδων. Παλαιότερα υπαγόταν διοικητικά στην επαρχία Μήλου· μετά το σχέδιο Καποδίστριας αποτελεί κοινότητα του νομού Κυκλάδων. Η Κ. έχει πεντάγωνο σχήμα και είναι άγονη. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι το… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Σαπούρ — Όνομα βασιλιάδων της Περσίας. 1. Σ. ο A’. Βασιλιάς της Περσίας (240 271). Ήταν γιος του Αρταξέρξη (226 240), του θεμελιωτή της δυναστείας των Σασανιδών. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, αντιμετώπισε σοβαρότατα προβλήματα, γιατί οι Αρμένιοι προσπάθησαν να… … Dictionary of Greek